top of page

Από τη Γιορτή της Αφροδίτης

Λευκωσία 2002, μετάφραση από τον

Δημήτρη Γκότση

 

 

 

 

 

Μπουμπούκια

 

Και διαμιάς έγινε

το στήθος μου στενό,

και οι ουρανοί μου

συνεστάλησαν

και οι δυνάμεις μου

που ακόμη αδείλαστες

εδώ και εκεί ορμούσαν,

άρχισαν

τριγύρω μου

να κλείνουν.

 

Και θύελλες ήρθαν

και έπεσε κρύο

και σε κέλυφος μιό σκληρά περικλείστηκα

και μεγάλωσα μέσα στο σκότος

και δεν ήξερα για που,

ένιωθα μόνο την παγωνιά

και τον εαυτό μου

μέσα στον πόνο του μπουμπουκιού

και τίποτε δεν μάντευα

από ανθοφοριά.

 

 

 

Για το δέντρο της γνώσεως

 

Ανθίζει πιό πλούσια

λευκά πάνο

λευκά

πορφυρά

χρυσά

η μηλιά

κάθε χρόνο

και γλυκύτερους

καρπούς

φέροντας

 

αυτή που εμένα

η Εύα

πριν καίρο πολύ

με σπόρο

αμυγδαλόπικρο

με το ίδιο της το χέρι

στον νέο κήπο

της βλασταίνουσας

ψυχής μου

την είχε φυτέψει.

 

 

 

Κοτσύφι

 

Όπου κι αν είμαι,

όταν η Άνοιξη πλησιάζει,

τότε προς εμένα

τον δρόμο σου βρίσκεις,

κοτσύφι,

 

και χτίζεις

τη δική σου

φωλιά

στα κλαδιά

των φλεβών μου

 

και παραδίνεσαι

σαν μέσα

σε άνεμο

στην ανάσα μου

και τραγουδάς

 

τραγουδάς της καρδιάς σου,

τραγουδάς της δικής μου

καρδιάς το τραγούδι

γιά ένα Παράδεισο

μελλοντικό.

 

 

 

θαλασσινά χελιδόνια

 

Κι αυτά ακόμη κάποτε

ξέφυγαν απ'την τροχία μας

κι αφέθηκαν

στην ολόδική τους κίνηση

και σχημάτισαν απ' το

φαιδρότερο λευκό

τον χαρωπό κύκλο του ζωϊκου τους

Είναι

κι ο κύκλος τους έγινε χορός,

έγινε χορός από φως

και μόλις συγκράτισαν.

 

Αυτά όμως ήθελαν την Ύπαρξη

και συγκεντρώθικαν

τριγύρω απ'την δυσκολία τους

και την πρόσφεραν

στο βάθος της φωνής τους

εκεί όπου

της λαλιάς τους η ηδονή

πάντα ακόμη

μεταπίπτει σε

άμυνα βραχνή.

 

 

 

Ηώς

 

Με ροδοδάχτυλο

χέρι

αγγίζει

αυγινή

τον κρόταφό μου

και μου φιλεί

στόμα και βλέφαρα

και με οδηγεί

στο χρυρό

θαλλερό δωμάτιο

της νέας μέρας.

 

Κι ακόμη

κι αν

το ήθελα

δεν θα

μπορούσα

να της

αντισταθώ,

τόσο τρυφερά

και τόσο ανένδοτα

ληστεύει αυτόν

που διάλεξε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Moufflon Publications Limited

 

 

 

 

Knospen

Und mit einem Mal wurde
meine Brust mir eng,
und meine Himmel
zogen sich zusammen,
und meine Kräfte,
die noch eben
unbefangen hier
und dorthin trieben,
begannen sich um
mich zu schließen.

Und es kamen Stürme,
und es wurde kalt,
und in härtere Schalen
hüllte ich mich ein,
und ich wuchs im Dunkel,
und ich wußte nicht wozu,
spürte nur die Fröste,
fühlte mich im Schmerz
des Knospens und
ahnte nichts vom Blühen.




 

Vom Baum der Erkenntnis 

Reicher blüht,
weiss über 
weiss,
purpuren,
golden

der Apfelbaum
und wird mit 
jedem Jahr
süßere Früchte 
tragen,

den Eva mir
vor langer Zeit
mandel-
bitteren 
Samens

mit eigener Hand
in den jungen
Garten meiner
sprossenden Seele
gepflanzt hat. 




Amsel

Wo ich auch bin,
wenn der Frühling kommt,
dann findest du
zu mir hin
Amsel

und baust
dir
dein Nest
ins Geäst 
meiner Adern

und gibst,
wie in einen Wind,
dich in
meinen Atem
und singst,

singst deines Herzens,
singst meines 
Herzens Lied
von künftigem
Paradies.



 

Seeschwalben

Auch sie traten einst
aus unserer Bahn
und ließen sich
in ihre eigene Bewegung
und bildeten aus 
beschwingtestem Weiss
den heiteren Kreis ihres Tierseins,
und ihr Kreis wurde Tanz,
wurde Tanz aus Licht
und hielt sich kaum.


Sie aber wollten Hiersein
und sammelten sich
um ihr Schweres
und gaben es 
in ihren Stimmengrund,
dorthin, wo 
die Lust ihres Rufes
noch immer 
umschlägt in
heiseres Erwehren.




 

Eos

Mit rosenfingriger
Hand
rührt sie 
morgendlich
an meine Schläfe
und küsst mir
Mund und Lieder
und führt mich
in den golden
grünen Raum
des neuen Tags.

Und auch 
wenn ich wollte,
vermöchte ich 
mich nicht
zu wehren,
so zärtlich
und so unerbittlich
ist ihre 
raubende Wahl.

bottom of page